- μονομεταλισμός
- ο(οικον.) νομισματικό σύστημα βασιζόμενο στην τιμή ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου, βασικά τού χρυσού, σε αντιδιαστολή προς τον διμεταλλισμό, ο οποίος προϋποθέτει διπλή μεταλλική βάση τού νομίσματος, με σταθερή σχέση τιμής μεταξύ τών δύο πολύτιμων μετάλλων, τού χρυσού και τού αργύρου, πάνω στα οποία βασίζεται τούτο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monometallisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.